Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
τραχηλοκοπέω
View word page
τραχηλιαῖος
of, on
ShortDef
of, on
Debugging
Headword:
τραχηλιαῖος
Headword (normalized):
τραχηλιαῖος
Headword (normalized/stripped):
τραχηλιαιος
IDX:
88568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88569
Key:
Data
{'content': 'of, on'}