Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοειδής
View word page
τραχήλια
scraps of meat and gristle about the neck, scraps, offal
ShortDef
scraps of meat and gristle about the neck, scraps, offal
Debugging
Headword:
τραχήλια
Headword (normalized):
τραχήλια
Headword (normalized/stripped):
τραχηλια
IDX:
88567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88568
Key:
Data
{'content': 'scraps of meat and gristle about the neck, scraps, offal'}