Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
τραχηλοδεσμότης
View word page
τραχηλάγχη
cord for strangling

ShortDef

cord for strangling

Debugging

Headword:
τραχηλάγχη
Headword (normalized):
τραχηλάγχη
Headword (normalized/stripped):
τραχηλαγχη
IDX:
88566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88567
Key:

Data

{'content': 'cord for strangling'}