Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
τραχηλιώδης
View word page
Τραχειώτης
inhabitant of Rough (western) Cilicia
ShortDef
inhabitant of Rough (western) Cilicia
Debugging
Headword:
Τραχειώτης
Headword (normalized):
τραχειώτης
Headword (normalized/stripped):
τραχειωτης
IDX:
88565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88566
Key:
Data
{'content': 'inhabitant of Rough (western) Cilicia'}