Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
τραχηλιστήρ
View word page
τράφηξ
beam

ShortDef

beam

Debugging

Headword:
τράφηξ
Headword (normalized):
τράφηξ
Headword (normalized/stripped):
τραφηξ
IDX:
88564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88565
Key:

Data

{'content': 'beam'}