Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
τραχηλίς
τραχηλισμός
View word page
τραφερός
well-fed
ShortDef
well-fed
Debugging
Headword:
τραφερός
Headword (normalized):
τραφερός
Headword (normalized/stripped):
τραφερος
IDX:
88563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88564
Key:
Data
{'content': 'well-fed'}