Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
τραχήλιον
View word page
τραυματοποιός
making wounds

ShortDef

making wounds

Debugging

Headword:
τραυματοποιός
Headword (normalized):
τραυματοποιός
Headword (normalized/stripped):
τραυματοποιος
IDX:
88561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88562
Key:

Data

{'content': 'making wounds'}