Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
τραχηλίζω
View word page
τραυματοθεραπεύω
treat wounds

ShortDef

treat wounds

Debugging

Headword:
τραυματοθεραπεύω
Headword (normalized):
τραυματοθεραπεύω
Headword (normalized/stripped):
τραυματοθεραπευω
IDX:
88560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88561
Key:

Data

{'content': 'treat wounds'}