Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
τραχηλιάω
View word page
τραυματισμός
wounding
ShortDef
wounding
Debugging
Headword:
τραυματισμός
Headword (normalized):
τραυματισμός
Headword (normalized/stripped):
τραυματισμος
IDX:
88559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88560
Key:
Data
{'content': 'wounding'}