Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
τραχηλάγχη
τραχήλια
τραχηλιαῖος
View word page
τραυμάτισμαι
wound

ShortDef

wound

Debugging

Headword:
τραυμάτισμαι
Headword (normalized):
τραυμάτισμαι
Headword (normalized/stripped):
τραυματισμαι
IDX:
88558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88559
Key:

Data

{'content': 'wound'}