Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
Τραχειώτης
View word page
τραυματίζω
to wound
ShortDef
to wound
Debugging
Headword:
τραυματίζω
Headword (normalized):
τραυματίζω
Headword (normalized/stripped):
τραυματιζω
IDX:
88555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88556
Key:
Data
{'content': 'to wound'}