Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
τράφηξ
View word page
τραυματίας
wounded man

ShortDef

wounded man

Debugging

Headword:
τραυματίας
Headword (normalized):
τραυματίας
Headword (normalized/stripped):
τραυματιας
IDX:
88554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88555
Key:

Data

{'content': 'wounded man'}