Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
τραυματοποιός
τραύξανα
τραφερός
View word page
τραυματιαῖος
wounded

ShortDef

wounded

Debugging

Headword:
τραυματιαῖος
Headword (normalized):
τραυματιαῖος
Headword (normalized/stripped):
τραυματιαιος
IDX:
88553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88554
Key:

Data

{'content': 'wounded'}