Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραπητέον
τραπητέος
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
τραυματοθεραπεύω
View word page
τραυλόφωνος
with lisping speech

ShortDef

with lisping speech

Debugging

Headword:
τραυλόφωνος
Headword (normalized):
τραυλόφωνος
Headword (normalized/stripped):
τραυλοφωνος
IDX:
88550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88551
Key:

Data

{'content': 'with lisping speech'}