Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραπέω
τραπητέον
τραπητέος
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
τραυμάτισμαι
τραυματισμός
View word page
τραυλότης
a lisping

ShortDef

a lisping

Debugging

Headword:
τραυλότης
Headword (normalized):
τραυλότης
Headword (normalized/stripped):
τραυλοτης
IDX:
88549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88550
Key:

Data

{'content': 'a lisping'}