Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραπέζωσις
τραπέμπαλιν
τραπέω
τραπητέον
τραπητέος
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
τραυμάτιον
View word page
τραυλοηχέω
twitter
ShortDef
twitter
Debugging
Headword:
τραυλοηχέω
Headword (normalized):
τραυλοηχέω
Headword (normalized/stripped):
τραυλοηχεω
IDX:
88547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88548
Key:
Data
{'content': 'twitter'}