Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραπεζωνία
τραπέζωσις
τραπέμπαλιν
τραπέω
τραπητέον
τραπητέος
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
τραυματίας
τραυματίζω
τραυματικός
View word page
τραυλισμός
lisping

ShortDef

lisping

Debugging

Headword:
τραυλισμός
Headword (normalized):
τραυλισμός
Headword (normalized/stripped):
τραυλισμος
IDX:
88546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88547
Key:

Data

{'content': 'lisping'}