Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραπεζοφόρος
τραπεζόω
τραπέζωμα
τραπεζωνία
τραπέζωσις
τραπέμπαλιν
τραπέω
τραπητέον
τραπητέος
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
τραυλόφωνος
τραῦμα
τραυματεία
τραυματιαῖος
View word page
τραπητός
fresh from the press

ShortDef

fresh from the press

Debugging

Headword:
τραπητός
Headword (normalized):
τραπητός
Headword (normalized/stripped):
τραπητος
IDX:
88543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88544
Key:

Data

{'content': 'fresh from the press'}