Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραπεζοποιός
τραπεζορήτωρ
τραπεζότης
Τραπεζοῦς
τραπεζοφόρος
τραπεζόω
τραπέζωμα
τραπεζωνία
τραπέζωσις
τραπέμπαλιν
τραπέω
τραπητέον
τραπητέος
τραπητής
τραπητός
τρασιά
τραυλίζω
τραυλισμός
τραυλοηχέω
τραυλός
τραυλότης
View word page
τραπέω
to tread grapes
ShortDef
to tread grapes
Debugging
Headword:
τραπέω
Headword (normalized):
τραπέω
Headword (normalized/stripped):
τραπεω
IDX:
88539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88540
Key:
Data
{'content': 'to tread grapes'}