Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραπεζοειδής
τραπεζοκόμος
τραπεζόκορος
τραπεζολοιχός
τραπεζόπιναξ
τραπεζοποιέω
τραπεζοποιία
τραπεζοποιός
τραπεζορήτωρ
τραπεζότης
Τραπεζοῦς
τραπεζοφόρος
τραπεζόω
τραπέζωμα
τραπεζωνία
τραπέζωσις
τραπέμπαλιν
τραπέω
τραπητέον
τραπητέος
τραπητής
View word page
Τραπεζοῦς
Trapezus (f., the city; m., the mountain)

ShortDef

Trapezus (f., the city; m., the mountain)

Debugging

Headword:
Τραπεζοῦς
Headword (normalized):
τραπεζοῦς
Headword (normalized/stripped):
τραπεζους
IDX:
88532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88533
Key:

Data

{'content': 'Trapezus (f., the city; m., the mountain)'}