Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοειδής
τραπεζοκόμος
τραπεζόκορος
τραπεζολοιχός
τραπεζόπιναξ
τραπεζοποιέω
τραπεζοποιία
τραπεζοποιός
τραπεζορήτωρ
τραπεζότης
Τραπεζοῦς
τραπεζοφόρος
τραπεζόω
τραπέζωμα
τραπεζωνία
τραπέζωσις
τραπέμπαλιν
τραπέω
View word page
τραπεζοποιός
a slave who set out the table

ShortDef

a slave who set out the table

Debugging

Headword:
τραπεζοποιός
Headword (normalized):
τραπεζοποιός
Headword (normalized/stripped):
τραπεζοποιος
IDX:
88529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88530
Key:

Data

{'content': 'a slave who set out the table'}