Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρανωτικός
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζήεις
τραπέζιον
τραπεζιτεία
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοειδής
τραπεζοκόμος
τραπεζόκορος
τραπεζολοιχός
τραπεζόπιναξ
τραπεζοποιέω
τραπεζοποιία
τραπεζοποιός
τραπεζορήτωρ
τραπεζότης
Τραπεζοῦς
τραπεζοφόρος
View word page
τραπεζοκόμος
one who sets out a table

ShortDef

one who sets out a table

Debugging

Headword:
τραπεζοκόμος
Headword (normalized):
τραπεζοκόμος
Headword (normalized/stripped):
τραπεζοκομος
IDX:
88523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88524
Key:

Data

{'content': 'one who sets out a table'}