Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρανόω
τράνς
τράνωμα
τρανωτικός
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζήεις
τραπέζιον
τραπεζιτεία
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοειδής
τραπεζοκόμος
τραπεζόκορος
τραπεζολοιχός
τραπεζόπιναξ
τραπεζοποιέω
τραπεζοποιία
τραπεζοποιός
τραπεζορήτωρ
View word page
τραπεζίτης
one who keeps a bank, a banker

ShortDef

one who keeps a bank, a banker

Debugging

Headword:
τραπεζίτης
Headword (normalized):
τραπεζίτης
Headword (normalized/stripped):
τραπεζιτης
IDX:
88520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88521
Key:

Data

{'content': 'one who keeps a bank, a banker'}