Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρανότης
τρανόω
τράνς
τράνωμα
τρανωτικός
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζήεις
τραπέζιον
τραπεζιτεία
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοειδής
τραπεζοκόμος
τραπεζόκορος
τραπεζολοιχός
τραπεζόπιναξ
τραπεζοποιέω
τραπεζοποιία
τραπεζοποιός
View word page
τραπεζιτεύω
to be engaged in banking

ShortDef

to be engaged in banking

Debugging

Headword:
τραπεζιτεύω
Headword (normalized):
τραπεζιτεύω
Headword (normalized/stripped):
τραπεζιτευω
IDX:
88519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88520
Key:

Data

{'content': 'to be engaged in banking'}