Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιλυτρωτέον
ἀντιλωβάω
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαντεύομαι
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρησις
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμαχέω
ἀντιμάχησις
ἀντιμάχομαι
Ἀντίμαχος
ἀντίμαχος
ἀντιμεγαλοφρονέω
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμέθεξις
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμελίζω
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
View word page
ἀντιμάχομαι
to fight against

ShortDef

to fight against

Debugging

Headword:
ἀντιμάχομαι
Headword (normalized):
ἀντιμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμαχομαι
IDX:
8851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8852
Key:

Data

{'content': 'to fight against'}