Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τράκτωμα
Τράλλεις
τράμις
τράμμα
τράμπις
τρανής
τρανοποιέω
τρανότης
τρανόω
τράνς
τράνωμα
τρανωτικός
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζήεις
τραπέζιον
τραπεζιτεία
τραπεζιτεύω
τραπεζίτης
τραπεζιτικός
τραπεζοειδής
View word page
τράνωμα
that which is made clear

ShortDef

that which is made clear

Debugging

Headword:
τράνωμα
Headword (normalized):
τράνωμα
Headword (normalized/stripped):
τρανωμα
IDX:
88512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88513
Key:

Data

{'content': 'that which is made clear'}