Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραγῳδός
Τραιανός
τρακταΐζω
τρακτεύω
τρακτός
τράκτωμα
Τράλλεις
τράμις
τράμμα
τράμπις
τρανής
τρανοποιέω
τρανότης
τρανόω
τράνς
τράνωμα
τρανωτικός
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπεζήεις
τραπέζιον
View word page
τρανής
piercing

ShortDef

piercing

Debugging

Headword:
τρανής
Headword (normalized):
τρανής
Headword (normalized/stripped):
τρανης
IDX:
88507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88508
Key:

Data

{'content': 'piercing'}