Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποδάγρα
τραγῳδοποιητής
τραγῳδοποιία
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
Τραιανός
τρακταΐζω
τρακτεύω
τρακτός
τράκτωμα
Τράλλεις
τράμις
τράμμα
τράμπις
τρανής
τρανοποιέω
τρανότης
τρανόω
τράνς
τράνωμα
View word page
τράκτωμα
plaster of τρακτὸς κηρός

ShortDef

plaster of τρακτὸς κηρός

Debugging

Headword:
τράκτωμα
Headword (normalized):
τράκτωμα
Headword (normalized/stripped):
τρακτωμα
IDX:
88502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88503
Key:

Data

{'content': 'plaster of τρακτὸς κηρός'}