Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραγῳδιογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποδάγρα
τραγῳδοποιητής
τραγῳδοποιία
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
Τραιανός
τρακταΐζω
τρακτεύω
τρακτός
τράκτωμα
Τράλλεις
τράμις
τράμμα
τράμπις
τρανής
τρανοποιέω
τρανότης
τρανόω
τράνς
View word page
τρακτός
white, bleached

ShortDef

white, bleached

Debugging

Headword:
τρακτός
Headword (normalized):
τρακτός
Headword (normalized/stripped):
τρακτος
IDX:
88501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88502
Key:

Data

{'content': 'white, bleached'}