Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραγῳδικός
τραγῳδιογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποδάγρα
τραγῳδοποιητής
τραγῳδοποιία
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
Τραιανός
τρακταΐζω
τρακτεύω
τρακτός
τράκτωμα
Τράλλεις
τράμις
τράμμα
τράμπις
τρανής
τρανοποιέω
τρανότης
τρανόω
View word page
τρακτεύω
administer

ShortDef

administer

Debugging

Headword:
τρακτεύω
Headword (normalized):
τρακτεύω
Headword (normalized/stripped):
τρακτευω
IDX:
88500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88501
Key:

Data

{'content': 'administer'}