Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραγῳδία
τραγῳδικός
τραγῳδιογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποδάγρα
τραγῳδοποιητής
τραγῳδοποιία
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
Τραιανός
τρακταΐζω
τρακτεύω
τρακτός
τράκτωμα
Τράλλεις
τράμις
τράμμα
τράμπις
τρανής
τρανοποιέω
τρανότης
View word page
τρακταΐζω
whiten
ShortDef
whiten
Debugging
Headword:
τρακταΐζω
Headword (normalized):
τρακταΐζω
Headword (normalized/stripped):
τρακταιζω
IDX:
88499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88500
Key:
Data
{'content': 'whiten'}