Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραγῳδέω
τραγῴδημα
τραγῳδητός
τραγῳδία
τραγῳδικός
τραγῳδιογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποδάγρα
τραγῳδοποιητής
τραγῳδοποιία
τραγῳδοποιός
τραγῳδός
Τραιανός
τρακταΐζω
τρακτεύω
τρακτός
τράκτωμα
Τράλλεις
τράμις
τράμμα
τράμπις
View word page
τραγῳδοποιός
a maker of tragedies, a tragic poet, tragedian
ShortDef
a maker of tragedies, a tragic poet, tragedian
Debugging
Headword:
τραγῳδοποιός
Headword (normalized):
τραγῳδοποιός
Headword (normalized/stripped):
τραγωδοποιος
IDX:
88496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88497
Key:
Data
{'content': 'a maker of tragedies, a tragic poet, tragedian'}