Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραγόπαν
τραγόπους
τραγοπρόσωπος
τραγοπτισάνη
τραγοπώγων
τραγορίγανος
τράγος
τραγοσκελής
τραγοφαγέω
τραγῳδάριον
τραγῳδέω
τραγῴδημα
τραγῳδητός
τραγῳδία
τραγῳδικός
τραγῳδιογράφος
τραγῳδοδιδάσκαλος
τραγῳδοποδάγρα
τραγῳδοποιητής
τραγῳδοποιία
τραγῳδοποιός
View word page
τραγῳδέω
to act a tragedy

ShortDef

to act a tragedy

Debugging

Headword:
τραγῳδέω
Headword (normalized):
τραγῳδέω
Headword (normalized/stripped):
τραγωδεω
IDX:
88486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88487
Key:

Data

{'content': 'to act a tragedy'}