Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
τραγικός
τραγικώδης
τράγινος
τράγιον
τραγίσκος
τραγοβάμων
τραγοειδής
τραγοκουρικός
τραγόκτονος
τραγόλας
τραγομάσχαλος
τραγόπαν
View word page
τραγικώδης
of tragic kind
ShortDef
of tragic kind
Debugging
Headword:
τραγικώδης
Headword (normalized):
τραγικώδης
Headword (normalized/stripped):
τραγικωδης
IDX:
88466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88467
Key:
Data
{'content': 'of tragic kind'}