Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τράγημα
τραγηματίζω
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
τραγικός
τραγικώδης
τράγινος
τράγιον
τραγίσκος
τραγοβάμων
τραγοειδής
τραγοκουρικός
τραγόκτονος
τραγόλας
View word page
τραγικεύομαι
speak in tragic fashion

ShortDef

speak in tragic fashion

Debugging

Headword:
τραγικεύομαι
Headword (normalized):
τραγικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
τραγικευομαι
IDX:
88464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88465
Key:

Data

{'content': 'speak in tragic fashion'}