Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τραγασαῖος
τραγάω
τράγειος
τραγέλαφος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
τραγικός
τραγικώδης
τράγινος
τράγιον
τραγίσκος
τραγοβάμων
View word page
τραγηφόρος
wearing the τραγῆ (τράγεος ΙΙ)
ShortDef
wearing the τραγῆ (τράγεος ΙΙ)
Debugging
Headword:
τραγηφόρος
Headword (normalized):
τραγηφόρος
Headword (normalized/stripped):
τραγηφορος
IDX:
88460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88461
Key:
Data
{'content': 'wearing the τραγῆ (τράγεος ΙΙ)'}