Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιλοχέω
Ἀντίλοχος
ἀντιλυπέω
ἀντιλύπησις
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
ἀντιλυτρωτέον
ἀντιλωβάω
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαντεύομαι
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρησις
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμαχέω
ἀντιμάχησις
ἀντιμάχομαι
Ἀντίμαχος
ἀντίμαχος
ἀντιμεγαλοφρονέω
ἀντιμεθέλκω
View word page
ἀντιμαντεύομαι
divine, predict. in reply
ShortDef
divine, predict. in reply
Debugging
Headword:
ἀντιμαντεύομαι
Headword (normalized):
ἀντιμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμαντευομαι
IDX:
8845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8846
Key:
Data
{'content': 'divine, predict. in reply'}