Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραγαλίζω
τραγανός2
Τραγασαῖος
τραγάω
τράγειος
τραγέλαφος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
τραγικός
τραγικώδης
τράγινος
τράγιον
View word page
τραγηματοπώλιον
confectioner's shop

ShortDef

confectioner's shop

Debugging

Headword:
τραγηματοπώλιον
Headword (normalized):
τραγηματοπώλιον
Headword (normalized/stripped):
τραγηματοπωλιον
IDX:
88458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88459
Key:

Data

{'content': "confectioner's shop"}