Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραγάκανθα
τραγαλίζω
τραγανός2
Τραγασαῖος
τραγάω
τράγειος
τραγέλαφος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
τραγικός
τραγικώδης
τράγινος
View word page
τραγηματοπώλης
seller of τραγήματα, dried fruits or sweetmeats

ShortDef

seller of τραγήματα, dried fruits or sweetmeats

Debugging

Headword:
τραγηματοπώλης
Headword (normalized):
τραγηματοπώλης
Headword (normalized/stripped):
τραγηματοπωλης
IDX:
88457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88458
Key:

Data

{'content': 'seller of τραγήματα, dried fruits or sweetmeats'}