Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τράγαινα
τραγάκανθα
τραγαλίζω
τραγανός2
Τραγασαῖος
τραγάω
τράγειος
τραγέλαφος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
τραγικός
τραγικώδης
View word page
τραγηματισμός
eating of τραγήματα, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert
ShortDef
eating of τραγήματα, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert
Debugging
Headword:
τραγηματισμός
Headword (normalized):
τραγηματισμός
Headword (normalized/stripped):
τραγηματισμος
IDX:
88456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88457
Key:
Data
{'content': 'eating of τραγήματα, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert'}