Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τραβέα
τράγαινα
τραγάκανθα
τραγαλίζω
τραγανός2
Τραγασαῖος
τραγάω
τράγειος
τραγέλαφος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
τραγικός
View word page
τραγηματίζω
to eat sweetmeats

ShortDef

to eat sweetmeats

Debugging

Headword:
τραγηματίζω
Headword (normalized):
τραγηματίζω
Headword (normalized/stripped):
τραγηματιζω
IDX:
88455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88456
Key:

Data

{'content': 'to eat sweetmeats'}