Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τόφρα
τραβέα
τράγαινα
τραγάκανθα
τραγαλίζω
τραγανός2
Τραγασαῖος
τραγάω
τράγειος
τραγέλαφος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγηματισμός
τραγηματοπώλης
τραγηματοπώλιον
τραγηματώδης
τραγηφόρος
τραγίαμβος
τραγίδιον
τραγίζω
τραγικεύομαι
View word page
τράγημα
that which is eaten for eating's sake
ShortDef
that which is eaten for eating's sake
Debugging
Headword:
τράγημα
Headword (normalized):
τράγημα
Headword (normalized/stripped):
τραγημα
IDX:
88454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88455
Key:
Data
{'content': "that which is eaten for eating's sake"}