Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τουτάκι
τουτάκις
τουτεῖ
τουτέστι
τουτόθεν
τουτῶ
τουτῶθεν
τοφιών
τόφρα
τραβέα
τράγαινα
τραγάκανθα
τραγαλίζω
τραγανός2
Τραγασαῖος
τραγάω
τράγειος
τραγέλαφος
τράγημα
τραγηματίζω
τραγηματισμός
View word page
τράγαινα
hermaphrodite

ShortDef

hermaphrodite

Debugging

Headword:
τράγαινα
Headword (normalized):
τράγαινα
Headword (normalized/stripped):
τραγαινα
IDX:
88446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88447
Key:

Data

{'content': 'hermaphrodite'}