Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορυνητός
τορύνω
Τορώνη
τοσαετής
τοσάκις
τοσαυταπλάσιος
τοσαυταχῶς
τοσήμερον
τόσος
τοσόσδε
τοσουτάριθμος
View word page
τορυνητός
stirred about
ShortDef
stirred about
Debugging
Headword:
τορυνητός
Headword (normalized):
τορυνητός
Headword (normalized/stripped):
τορυνητος
IDX:
88410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88411
Key:
Data
{'content': 'stirred about'}