Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορυνητός
τορύνω
Τορώνη
τοσαετής
τοσάκις
τοσαυταπλάσιος
τοσαυταχῶς
τοσήμερον
τόσος
τοσόσδε
View word page
τορύνη
a stirrer, ladle
ShortDef
a stirrer, ladle
Debugging
Headword:
τορύνη
Headword (normalized):
τορύνη
Headword (normalized/stripped):
τορυνη
IDX:
88409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88410
Key:
Data
{'content': 'a stirrer, ladle'}