Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιλογικός
ἀντιλογλσμός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντίλοξος
ἀντιλοχέω
Ἀντίλοχος
ἀντιλυπέω
ἀντιλύπησις
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
ἀντιλυτρωτέον
ἀντιλωβάω
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαντεύομαι
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρησις
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμαχέω
ἀντιμάχησις
View word page
ἀντίλυτρον
a ransom
ShortDef
a ransom
Debugging
Headword:
ἀντίλυτρον
Headword (normalized):
ἀντίλυτρον
Headword (normalized/stripped):
αντιλυτρον
IDX:
8840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8841
Key:
Data
{'content': 'a ransom'}