Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορυνητός
τορύνω
Τορώνη
τοσαετής
τοσάκις
τοσαυταπλάσιος
τοσαυταχῶς
τοσήμερον
View word page
τορός
piercing
ShortDef
piercing
Debugging
Headword:
τορός
Headword (normalized):
τορός
Headword (normalized/stripped):
τορος
IDX:
88407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88408
Key:
Data
{'content': 'piercing'}