Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορυνητός
τορύνω
Τορώνη
τοσαετής
τοσάκις
τοσαυταπλάσιος
τοσαυταχῶς
View word page
τόρος
borer, drill

ShortDef

borer, drill

Debugging

Headword:
τόρος
Headword (normalized):
τόρος
Headword (normalized/stripped):
τορος
IDX:
88406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88407
Key:

Data

{'content': 'borer, drill'}