Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορυνητός
τορύνω
Τορώνη
τοσαετής
τοσάκις
τοσαυταπλάσιος
View word page
τορογλυφεύς
tool used by a worker in relief
ShortDef
tool used by a worker in relief
Debugging
Headword:
τορογλυφεύς
Headword (normalized):
τορογλυφεύς
Headword (normalized/stripped):
τορογλυφευς
IDX:
88405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88406
Key:
Data
{'content': 'tool used by a worker in relief'}