Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τορνευτικός
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτός
τορνεύω
τορνία
τορνογραφέω
τορνοειδής
τορνόομαι
τόρνος
τορνόω
τορνωτός
τορογλυφεύς
τόρος
τορός
τοροτίξ
τορύνη
τορυνητός
τορύνω
Τορώνη
τοσαετής
τοσάκις
View word page
τορνωτός
rounded with the τόρνος

ShortDef

rounded with the τόρνος

Debugging

Headword:
τορνωτός
Headword (normalized):
τορνωτός
Headword (normalized/stripped):
τορνωτος
IDX:
88404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88405
Key:

Data

{'content': 'rounded with the τόρνος'}